νυμφώνας, ο, ουσ. [<μτγν. νυμφών], το νυφικό δωμάτιο·
- μ’ αφήνουν εκτός νυμφώνος ή μ’ αφήνουν εκτός του νυμφώνος, δε συμμετέχω σε κάποιο κέρδος, ωφέλεια, απολαβή ή διαδικασία, γιατί με παραγκωνίζουν: «έκαναν κρυφά τη μοιρασιά και μ’ άφησαν εκτός νυμφώνος || συνεννοήθηκαν μεταξύ τους να πάνε εκδρομή και μ’ άφησαν εκτός νυμφώνος»·
- μένω εκτός νυμφώνος ή μένω εκτός του νυμφώνος, δε συμμετέχω σε κάποιο κέρδος, ωφέλεια, απολαβή ή διαδικασία, ιδίως λόγω δικής μου αμέλειας ή καθυστέρησης: «άργησα να πάω στο σημείο που είχαμε ορίσει για τη μοιρασιά κι έμεινα εκτός νυμφώνος, γιατί όλοι πήραν το μερίδιό τους κι έφυγαν || λόγω μποτιλιαρίσματος έχασα τ’ αεροπλάνο κι έμεινα εκτός νυμφώνος, γιατί οι άλλοι πραγματοποίησαν την εκδρομή τους στο εξωτερικό».